φραγμός

φραγμός
ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α
φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (ναυτ.-στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα ανιχνευτικά σκάφη ναυτικής δύναμης, ώστε να μην είναι δυνατή η διέλευση, μέσω τής ζώνης αυτής, αντίπαλων πλοίων χωρίς αυτά να γίνουν αντιληπτά
β) συνεκδ. η γραμμή πλεύσης ή και κάθε πλοίο που κινείται σ' αυτήν
2. στρ. οργάνωση δικτύου πυρός, που δεν αποβλέπει στην προσβολή συγκεκριμένου στόχου αλλά στον σχηματισμό, επί ορισμένης εδαφικής ζώνης, πυκνής δέσμης πυρών, είτε πεζικού είτε πυροβολικού, με σκοπό την απαγόρευση τής παραμονής σ' αυτήν τη ζώνη ή και τής μέσω αυτής διέλευσης εχθρικών σχηματισμών ή και μεμονωμένων ανδρών
3. (γεωλ.-ωκεαν.) επιμήκης ράχη, ανάχωμα ή ύβωμα από άμμο ή χάλικες, που σχηματίζεται κυρίως στις εκβολές ενός ποταμού ή σε μικρή απόσταση από την ακτή, λόγω τής δράσης τών κυμάτων και τών ρευμάτων
4. μτφ. οτιδήποτε αναχαιτίζει κάτι, εμπόδιο (α. «ο νέος νόμος για τα δάση έθεσε οριστικό φραγμό στα σχέδια τών οικοπεδοφάγων
β. «δεν έχει ηθικούς φραγμούς αυτός»)
5. φρ. «φραγμός πυρός»
στρ. βλ. πυρ
μσν.-αρχ.
διαχώρισμα, μεσότοιχος («τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας», ΚΔ.)
αρχ.
1. το να φράζει, να αποκλείει κανείς κάτι («ἀλλ' εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός», Σοφ.)
2. το διάφραγμα τής ρινικής κοιλότητας
3. οδοντοστοιχία
4. ο κολεός τών σκαθαριών
5. τόπος αποκλεισμένος με φράχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράγ-μα) + κατάλ. -μός (πρβλ. ταραγ-μός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φραγμός — fencing in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμός — ο 1. φράχτης, φράγμα, διάφραγμα, διαχώρισμα. 2. μτφ., καθετί που αναχαιτίζει, παρεμποδίζει, το εμπόδιο, το κώλυμα, το πρόσκομμα: Είναι αδίσταχτος, δεν έχει κανένα φραγμό στα σχέδιά του. 3. η οδοντοστοιχία: Άμα τα πει και το φραγμό περάσουν των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγμοῖο — φραγμός fencing in masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμοῖς — φραγμός fencing in masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμοῖσιν — φραγμός fencing in masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμοί — φραγμός fencing in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμοῦ — φραγμός fencing in masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμούς — φραγμός fencing in masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμῶν — φραγμός fencing in masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγμῷ — φραγμός fencing in masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”